-
1 κατεργασια
-
2 απλοτης
- ητος ἥ1) простота, несложность(φωνῆς Arst.)
2) простота, незатейливость, безыскусственность(τῆς πόλεως Xen.; τῆς μουσικῆς Plat.; τῆς τροφῆς Diod.)
3) прямота, прямодушие, честность Xen., Polyb. -
3 διαιρεσις
- εως ἥ1) дележ, раздел(χρημάτων Her.; sc. τῆς λείας Xen.; τῆς χώρας Polyb.)
2) мат. деление(ἥ εἰς δύο δ. Arst.)
ἀπείρους διαιρέσεις ἔχειν Arst. — быть делимым до бесконечности3) лог. деление, членение, классификация(τῶν γενῶν κατ΄ εἴδη Plat.; αἱ κατὰ τὰς διαφορὰς διαιρέσεις Arst.)
4) разделенность, расчлененностьδ. τῶν σπονδύλων Arst. — разделенность на позвонки
5) раздробление, размельчение(τῆς τροφῆς εἰς μικρά Arst.)
6) раздел, категория(ἐν τῇ αὐτῇ διαιρέσει Arst.)
7) различение(τῶν ὀνομάτων Plat.; δημοκρατίας καὴ ὀλιγαρχίας Arst.)
8) подсчет голосов(μέ ἀδικεῖν ἐν διαιρέσει Aesch.)
9) грам. диэресис (раздельное произношение двух смежных гласных: напр. в αϋνος)10) стих. диэресис ( совпадение окончания слова с окончанием стопы) -
4 διαδοσις
- εως ἥ1) раздача денег, пожертвование Dem.2) раздача, распределение(τῆς χώρας Polyb.)
μειδιαμάτων διαδόσεις Plut. — обмен улыбками3) распределение, распространение(τῆς τροφῆς Arst.)
4) проникновениеκατ΄ ἐπιφάνειαν ἢ κατὰ διάδοσιν Sext. — поверхностно или путем проникновения вглубь
-
5 διατασις
- εως ἥ1) растяжение, расширение(ὅ οἰσοφάγος ἔχει διάτασιν εἰσιούσης τῆς τροφῆς Arst.)
2) напряжение, усилие(τῶν μερῶν Arst.; τῆς κεφαλῆς Plat.; κόποι καὴ διατάξεις Plut.)
3) возбужденное состояние -
6 ευπορια
ἥ тж. pl.1) легкость, возможность, удобный случайὅτε πολλέ ὑμῖν εὐ. φαίνεται Xen. — если представится вам достаточная возможность;
ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Thuc. — (Антандр) был удобным местом для постройки кораблей;ἥ εὐ. τῆς τύχης Thuc. — успех, удача2) (необходимые) средства, припасыἡ εὐ. τοῦ καθ΄ ἡμέραν Thuc. и τοῦ βίου Plat. или αἱ εὐπορίαι τῆς τροφῆς Arst. — средства к существованию;
εὐ. τοῦ μυθεύματος Plut. — сюжет рассказа;ἥ παρ΄ ἀλλήλων εὐ. Isocr. — взаимная помощь3) обилие, множество(χρημάτων Xen.; ἀγαθῶν Arst.)
4) (тж. ἥ περὴ τὸν οἶκον εὐ. Plut.) (благо)состояние, богатство Xen., Plut., NT.οἱ ἐν ταῖς ἐμπορίαις Arst. = οἱ ἔμποροι
5) решение вопроса, устранение трудностей(ἥ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων ἐστί Arst.)
-
7 προσφορα
I.ἥ1) прибавление, увеличение(τῶν ἡμαρτημένων Soph.)
2) преподнесение, подача Plat.3) дар, благодеяние Soph.4) применение, употреблениеἡ π., ὅντινα τρόπον προσφέρειν δεῖ Plat. — надлежащий способ употребления;
ἥ π. τῶν αἰτιῶν Arst. — объяснение через причины5) приставление(τῶν κλιμάκων Polyb.)
6) (тж. π. τῆς τροφῆς Arst.) прием пищи(πόσεις καὴ προσφοραί Plut.)
7) приношение, подношение(π. καὴ θυσία τῷ θεῷ NT.)
II.Iτά полезное, нужное, необходимое(τὰ π. πάντα Arph.)
τὰ π. τῆς συμφορᾶς Eur. — необходимая помощь в беде;τὰ π. μακρᾶς κελεύθου Aesch. — отдых, необходимый после долгого путешествияIIadv. надлежащим образом, как следует или осторожно(π. μ΄ αἴρετε Eur.)
-
8 ανοιδησις
- εως ἥ1) вздувание, раздутие(ἀπὸ τῆς τροφῆς Arst.)
2) набухание(τῶν μαστῶν Arst.)
3) подъем(θαλάσσης ἀνοιδήσεις Arst.)
-
9 απερισσον
атт. ἀπέριττον τό отсутствие излишеств, простота(τῆς τροφῆς Luc.; ἐν δαπάναις Plut.)
-
10 αρχος
ὅ1) предводитель, начальник, вождь Hom., Pind.; вожак(αἰετὸς ἀ. οἰωνῶν Pind.)
2) анальное отверстие(ἥ ἔξοδος τῆς τροφῆς καὴ ὅ ἀ. Arst.)
-
11 διαζωσμα
-
12 ελκυσις
-
13 επαγωγη
ἥ1) привоз, доставка(τῶν ἐπιτηδείων Thuc.)
2) (sc. τῆς τροφῆς) поглощение пищи(ἀναπνοέ καὴ ἐ. Arst.)
3) приведение4) привлечение (на свою сторону, на помощь)(τῶν Ἀθηναίων Thuc.)
αἱ ἐπαγωγαί (sc. ξυμμαχίας) Thuc. — способы привлечения к себе союзников5) наступление, нападение(αἱ ἐπὴ τοὺς ἐναντίους ἐπαγωγαί Polyb.)
6) заманивание (в ловушку), западня(τοῖς ἐχθροῖς Luc.)
7) вызывание подземных божеств, заклинание(ἐπαγωγαὴ ἢ ἐπῳδαί Plat.)
8) лог. (умо)заключение от частного к общему, индукция(ἥ ἐ. ἥ ἀπὸ τῶν καθ΄ ἕκαστα ἐπὴ τὰ καθόλου ἔφοδός, sc. ἐστιν Arst.)
-
14 επιρρυτος
21) текущий внутрь, втекающий, притекающийκαθ΄ ὅλον τὸ σῶμα τὰ τῆς τροφῆς νάματα ἐπύρρυτα γεγονέναι Plat. — питательные соки разливаются по всему телу;
ἀπὸ ἡλίου ἐ. δύναμις Plat. — излучаемая солнцем сила2) ( в отличие от ὑέτιος) почвенный(ὕδατα Plut.)
3) обильно орошаемый(πεδίον Xen.)
4) впитывающий, вбирающий в себя5) прибывающий во множестве, изобильный(καρπός Aesch.)
-
15 επισπασις
-
16 εργαστικον
-
17 θησαυριστικος
3сберегающий, накапливающийτὰ θησαυριστικὰ (sc. ζῷα) τῆς τροφῆς Arst. — животные, которые копят продовольствие (о муравьях и т.п.)
-
18 θριγκωμα
- ατος τό1) верхний край, карниз(θριγκώματα βωμοῦ Eur.)
2) досл. обрамление, перен. приправа(τῆς τροφῆς Plut.)
-
19 οργανον
τό1) орудие, средство, инструмент, прибор, приспособлениеπολεμικὰ ὄργανα Plat. — военное снаряжение;
τὰ ἰατρικὰ ὄργανα Plat. — врачебные инструменты;τὰ ναυτικὰ ὄργανα Plat. — мореходные принадлежности;ὄργανα περὴ γεωργίαν Plat. — земледельческие орудия;ὄργανα χρόνου Plat. — (о небесных светилах) орудия времени;ἁπάντων κακῶν ὄ. Soph. ( об Одиссее) — орудие всяческих преступлений2) музыкальный инструмент(δι΄ ὀργάνων κηλεῖν ἀνθρώπους Plat.)
3) анат. орган(τὰ πορευτικὰ ὄργανα, ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς τροφῆς, τὸ ὄ. τὸ περὴ τέν ἀναπνοήν Arst.)
4) материалὄ. ἐν ὄρεσι Plat. — материал в горах, т.е. лес
5) произведениеλαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα Eur. — каменные творения Амфиона, т.е. стены Фив
-
20 παρασκευη
ἥ1) изготовление, приготовление(δείπνου Her.)
2) заготовка, доставка, обеспечение(σίτου Her.; τῆς τροφῆς Plat.)
π. ὑγιείας Plat. — обеспечение, т.е. сохранение здоровья3) подготовкаοἱ ἐν τούτῳ παρασκευῆς ἦσαν Thuc. — таковы были их подготовительные мероприятия;
γνόντες τέν παρασκευήν Lys. — понимая, что все (заранее) подстроено;ἐκ и ἀπὸ παρασκευῆς Thuc., Lys. — заранее обдуманным образом, с предварительной подготовкой или преднамеренно;ἐς παρασκευέν ἔχειν τι Eur. — иметь что-л. наготове4) средство, способ, прием(ἐπί τι Plat.)
5) приведение в готовность, снаряжение, оснащение(νεῶν Arph.)
6) вооружение, снаряжение, материальная часть(ἵπποι καὴ ὅπλα καὴ ἥ ἄλλη π. Thuc.)
7) обстановка, устройство, тж. имущество(πλοῦτοί τε καὴ πᾶσα ἥ τοιαύτη π. Plat.)
8) канун субботы, пятница(π., ὅ ἐστιν προσάββατον NT.)
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
пища — ПИЩ|А (724), Ѣ (А) с. 1.Пища, еда: аште бо насытилъсѧ ѥси пиштею накърми альчьнааго. Изб 1076, 19 об.; пищю въ мѣрѹ приимаше. (τροφῇ) ЖФСт к. XII, 41; да имѣють слѹгѹ ѥдиного… и таковыи слѹга на принесениѥ пища. УСт к. XII, 243; имѹще же пищю и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… … Dictionary of Greek
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… … Dictionary of Greek